πωλουμένου

πωλουμένου
πωλέομαι
go up and down
pres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)
πωλέω
sell
pres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… …   Dictionary of Greek

  • συναποδίδωμι — Α 1. επιστρέφω χρήματα, εξοφλώ συγχρόνως 2. ερμηνεύω ή διηγούμαι συγχρόνως 3. διευθύνω συγχρόνως 4. μέσ. συναποδίδομαι βοηθώ στην πώληση ενός πράγματος («καὶ κτῆμα τοῡ πωλουμένου συναποδίδοσθαι», Γρηγ. Νύσσ.) 5. παθ. (γραμμ. λογ.) αποδίδομαι («τῇ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”